σιδερωτήριο

σιδερωτήριο
[ендэротирио] ουσ ο гладильня.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σιδερωτήριο" в других словарях:

  • σιδερωτήριο — το εργαστήριο όπου σιδερώνουν ρούχα: Πήγε το παλτό του στο σιδερωτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδερωτήριο — και σιδηρωτήριο, το, Ν 1. ηλεκτρική συσκευή για σιδέρωμα 2. κατάστημα όπου σιδερώνονται τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. στεγνω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρωτήριο — το, Ν βλ. σιδερωτήριο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»